- προεξαναλίσκω
- προεξ-ανᾱλίσκω,A consume before, J.AJ2.11.2, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προεξαναλίσκω — Α καταδαπανώ προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαναλίσκω «καταδαπανώ»] … Dictionary of Greek